Του Μαγγελάνου τα πετράδια

 

Του Μαγγελάνου τα πετράδια
τα ακουμπώ μέσ’ στα μαλλιά σου
τις μαύρες νύχτες να φωτίζουν
το σ’ αγαπώ να σου θυμίζουν,
να τα κοιτάξεις λίγο στάσου
στου ουρανού γελούν τα χάδια.  

Του Μαγγελάνου τα πετράδια

στάζουν ζωή απ’ τα φιλιά τους
ανάβουν στων ματιών την άκρη,
μετά απ’ το στερνό το δάκρυ
θα μας τα πουν τα μυστικά τους
στης ύπαρξής μας τα σκοτάδια. 

Παίξε στα χέρια σου το φως τους

στ’ αυλάκια του λαιμού στολίδια
κάνε τους πόνους δαχτυλίδια
και την κρυφή ευχή σου δώσ’ τους.       
Τα πυροφάνια - youtube 

Μουσική: Τηλέμαχος Βούλγαρης / Στίχοι Ντίνος Ι. Γλαρός
Τραγούδι: Ελένη Κατσούλη
Βιολί: Μιχάλης Κουντούρης
Τσέλο: Διονύσης Κοτταρίδης
Φλάουτο: Γιώτα Παδοβά
Κλαρινέτο: Σταύρος Βόλαρης
Πιάνο: Γιάννης Σιψάκος
Κρουστά: Γιάννος Μπάκας
Κοντραμπάσο: Θεόδωρος Κουέλης
Από τη συλλογή τραγουδιών "Λιτές Ανάσες"
Πίνακας Κωνσταντίνος Βολανάκης
"Ψάρεμα με πυροφάνι"
Τα πυροφάνια
Τα πυροφάνια ανάψανε
στου πόθου τ’ ακρογιάλι
ψαρεύουν λάγνους στεναγμούς
στου έρωτα τη ζάλη.
-R-
Αχ το φεγγάρι το χρυσό
φωτίζει την αυλή σου
και τάζω στον αυγερινό
να φέρει το φιλί σου.
Σαν πυροφάνια ανάψανε
τα μάτια σου απόψε
της ερημιάς τη συντροφιά
σε δυο κομμάτια κόψε.
-R-
Δημοσίευση 13-12-2022
 

ΛΕΞΕΙΣ ΚΑΙ ΧΡΩΜΑΤΑ

 

Λέξεις και χρώματα

δημιουργούν της ψυχής μουσικές
κοιτούν κατάματα τις απογοητεύσεις
ψηλαφίζουν τα σκοτάδια.
Αγγίζουν τα απόκρυφα της θλίψης
εισχωρούν στα κατάβαθα της σιωπής
με ιαματικά δάκρυα ξεπλένουν τις πληγές
να μην κακοφορμίσουν
και γίνουν θάνατος.
Αλλάζουν τον καμβά του ορίζοντα
ανακαλύπτουν ανάλγητες τύψεις
κρυμμένες στα σωθικά
των κοραλλιών της μνήμης.
Αναμειγνύουν τους φόβους με αφιόνια
στα κενά του χρόνου αφήνονται
να γευτούν της Αλήθειας το χάδι.       
 

ΕΙΜΑΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ

 

Είμαι ο άνεμος

τις πεδιάδες χαϊδεύω
τα δέντρα τα βουνά.
Τα κύματα σηκώνω στο θυμό μου,
το οξυγόνο μου χαρίζω
η άμοιρη ζωή να συνεχίσει
κι άλλοτε χάνομαι
και δεν υπάρχω πουθενά
στης νηνεμίας την ασάλευτη γαλήνη.
Είμαι το νερό
σμιλεύω την πέτρα με τα δάχτυλα του Χρόνου
αυλακώνω το χώμα με τα νύχια της βροχής
ποτάμια ασταμάτητα τη θάλασσα να θρέψουν,
τα πλάσματα της Γης να ξεδιψάσουν
κι άλλοτε χάνομαι
και άνυδρα πεθαίνουν.
Είμαι το φως
το άλλο μισό του σκοταδιού. 
Τα πέταλα φιλώ για να βλαστήσουν
καινούρια χρώματα στο αύριο να δώσουν,
τα κύτταρα ζεσταίνω τους χειμώνες.
Νέους ορίζοντες ανοίγω
να πετάξει η Γνώση ελεύθερη
τα φτερά της να απλώσει
κι άλλοτε χάνομαι
κι όλα τυφλά παγώνουν. 
Είμαι ο άνθρωπος
νερό και φως σε ένα σύμπαν που σπαράζει
ο αέρας της ανάσας που τελειώνει,
ρέει στο αίμα μου η μέρα και η νύχτα
δεν ωφελεί ένα απ’ τα δύο να διαλέξω
μοιραία συνύπαρξη μέσα στο ίδιο σώμα
ζωή και θάνατος στην ίδια αγκαλιά.       
 

ΥΠΑΡΧΩ

 

Υπάρχω

στις σιωπές του νερού
στο άγγισμα του φεγγαριού
στα καταπράσινα λιβάδια του Απρίλη.
Μέσα στα όνειρα σβησμένων αστεριών
μέσα στα κύτταρα των ψεύτικων καιρών
και στων πουλιών το πέταγμα
όταν γυρίζουνε κατάκοπα το δείλι. 

Υπάρχω

μέσ’ στο λυγμό της σιωπής
στο έλεος της προσμονής
μέσ’ στον ορίζοντα κουκκίδα αναμμένη. 
Καίει τα σπλάχνα μου το δάκρυ των θεών
στάλα η σάρκα μου θλιμμένων ουρανών
και η ελπίδα ξέμεινε
μέσα στα άδυτα της θέλησης χαμένη.        
 

ΟΙ ΑΛΗΘΕΙΕΣ

 

Ψιχάλες βροχής οι αλήθειες

τους άνυδρους σπόρους δροσίζουν
της Γνώσης ανθοί να φυτρώσουν
το χρώμα στον κόσμο να δώσουν. 

Τους άνυδρους σπόρους δροσίζουν

σε πάλλευκα νέφη πετάνε
του ήλιου τα χείλη αγγίζουν
και πάλι στο χώμα γυρίζουν.

Σε πάλλευκα νέφη πετάνε

φωτίζουν του Χρόνου σκοτάδια
σε τόπους παράξενους πάνε
για μέρες καινούριες μιλάνε.

Φωτίζουν του Χρόνου σκοτάδια

της μνήμης μοιραίοι προφήτες
διαβάζουν των άστρων σημάδια
φεγγάρια που κλαίνε τα βράδια.

Της μνήμης μοιραίοι προφήτες

το φόβο μας να συντροφεύουν
το πρόσωπο να χαϊδεύουν
ψιχάλες βροχής οι αλήθειες.         
 

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ

 

Το φεγγάρι κατρακύλησε

γλίστρησε απ’ τη θέση του
κι έπεσε στη θάλασσα,
ένα κύμα το σήκωσε
και ο Δίας το τράβηξε ψηλά
να το επαναφέρει στο δρόμο του. 
Χαρούμενος του χαμογέλασε ο Αποσπερίτης
κι εκείνο συνέχισε να φωτίζει
την υγρή αυγουστιάτικη νύχτα
τα βουνά του καταπράσινου νησιού
τα εφήμερα βλέμματα των ανθρώπων. 

Τα παιδιά της νύχτας

λαμπυρίζουν στον ορίζοντα
μετεωρίζονται στην ασταθή τους πορεία
σκιαγραφούν της Φύσης τους άγραφους κανόνες
κάθε τέλος μια αρχή
κάθε αρχή λίγο πριν το τέλος. 
Αβέβαια νεφελώματα διαιωνίζονται
στην ανήλεη απεραντοσύνη του Χάους.      
 

Άφησα ένα λουλούδι στην πόρτα σου 

 

Άφησα ένα λευκό λουλούδι στην πόρτα σου

ένα τραγούδι κάτω απ’ το παράθυρό σου
μια καληνύχτα στο σκαλοπάτι σου. 
Ένα κόκκινο φιλί στο απαλό ρυάκι του λαιμού
μία φωτεινή σκέψη στο σκοτάδι του φόβου
μια σταγόνα ελπίδας στα βλέφαρα της λύπης
μια αγκαλιά στην αγωνία της αβεβαιότητας. 
Πάρε τις μέρες και τις νύχτες μου
να στολίσουν τον κόσμο σου
πάρε τις ανέστιες παλάμες
να οδηγείς τα βήματά μου.  
Άφησα μια ζωή να βλαστήσει στον κήπο σου
έναν ήλιο να γελά στον ουρανό σου
μια καρδιά να ανασαίνει στα χέρια σου.       
 

Εσπερινή υπόκλιση

 

Χρώματα μελαγχολικής εσπέρας

πάνω στης Γνώσης το ρυτιδιασμένο πρόσωπο.
Τρεμάμενη η παλέτα του Χρόνου
ζωγραφίζει με θολές αναμνήσεις
επίπονα συμπεράσματα.
Σωστά και λάθη στροβιλίζονται
στο βαλς των επιλογών μας,
η μέρα κι η νύχτα αγκαλιασμένες
συνθέτουν της πλοκής το σενάριο
και λίγο πριν από την τελευταία υπόκλιση 
λαμπυρίζουν της Αλήθειας τα μάτια.        
 

ΠΡΟΤΟΥ ΞΥΠΝΗΣΕΙ Ο ΗΛΙΟΣ

 

Προτού ξυπνήσει ο ήλιος

μια κόρη έγειρε
και ήσυχα κοιμάται
καλωσορίζει τ’ όνειρο
στο φως που ανατέλλει,
λαμποκοπάει η ζωή
στο ένυδρο γαλάζιο.       
 

ΡΙΓΟΣ ΤΟΥ ΜΕΣΗΜΕΡΙΟΥ

 

Στο ρίγος καυτού μεσημεριού

ο έρωτας υγραίνει τα χείλη
τα στήθη φούσκωσαν σαν θάλασσα
και μια αρχέγονη επιθυμία κοχλάζει
στα βάθη ανομολόγητου μυστικού.     
Θάλασσα ηλιογέννητη - youtube

Μουσική: Τηλέμαχος Βούλγαρης/ Στίχοι Ντίνος Ι. Γλαρός Τραγούδι: Ελένη Κατσούλη

Βιολί: Μιχάλης Κουντούρης Τσέλο: Διονύσης Κοτταρίδης Φλάουτο: Γιώτα Παδοβά Κλαρινέτο: Κωνσταντίνα Κιούλου Πιάνο: Γιάννης Σιψάκος Κρουστά: Γιάννος Μπάκας Κοντραμπάσο: Θεόδωρος Κουέλης Mastering: Θεόδωρος Κουέλης Musicartlab studios Από τη συλλογή τραγουδιών "Λιτές Ανάσες" Πίνακας Κάσπαρ Ντάβιντ Φρίντριχ "Ο Μοναχός στην θάλασσα"


Θάλασσα ηλιογέννητη Θάλασσα ηλιογέννητη θάλασσα ηλιογέννητη τη ρότα ποιος θα δείξει. Ποιος άνεμος μου μίλησε ποιος άνεμος μου μίλησε στ’ αλλιώτικο ταξίδι. Κόρη εσύ των αστεριών πέρασμα των ψυχών της Αμφιτρίτης σπιτικό σε ήρεμο γιαλό. -R- Πάρε με μαζί σου, δώσ’ μου το στερνό φιλί να ‘μαι στην αυγή του κόσμου χάρτινο σκαρί. Κύμα στη στεριά χορεύει σμίγει με το φως, φάρος στη ζωή θα φέγγει μέσ’ στο πέλαγος. Θάλασσα ηλιογέννητη θάλασσα ηλιογέννητη ποιος βλέπει το σημάδι. Ποιος είναι που τραγούδησε ποιος είναι που τραγούδησε στ’ ανάλγητο σκοτάδι. Κόρη εσύ των αστεριών πέρασμα των ψυχών της Αμφιτρίτης σπιτικό σε ήρεμο γιαλό.

-R-




 

Θερινό μεσημέρι

 

Χρυσίζουν οι ελιές στις πλαγιές των βουνών

ο άνεμος τους ανακατώνει τα μαλλιά
καθώς διαβαίνει βιαστικός
αφήνοντας πίσω του μια αίσθηση δροσιάς
στην κάψα του καλοκαιριού
στου μεσημεριού το πύρινο φίλημα.
Η θάλασσα κρυφογελά και φλερτάρει
με του ήλιου τα δάχτυλα
και ζωγραφίζει χρυσές ανταύγειες
στο κορμί της αμμουδιάς.
Τα τζιτζίκια τραγουδούν αδιάφορα για το χειμώνα που έπεται
τα προνοητικά μυρμήγκια δουλεύουν αδιάκοπα στα καυτά χώματα
τα δέντρα ρουφούν λαίμαργα κάθε ρανίδα που λάμπει
ο ήλιος αγκαλιάζει τη γη και της προσφέρει το ζωογόνο φιλί του
συνεχίζει η Φύση το ατέλειωτο ταξίδι στο Χρόνο
σαν πουλί με ακούραστα φτερά ανάμεσα στις εποχές
σαν νερό ασταμάτητο που βιάζεται να φιλήσει τα κύματα.     
 

ΜΠΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΦΟΒΟ

 

Μπες μέσα στο φόβο

κάνε κατάδυση στον άγνωστο βυθό του
χάιδεψε το σώμα του
να τον γνωρίσεις
κοίτα τον κατάματα
να σε γνωρίσει.
Μαζί θα πορευτείτε στο θολό τοπίο
θα πιείτε από το ίδιο ποτήρι
θα ψηλαφίσετε χειμωνιάτικα σκοτάδια
και θα κλάψετε σε αλγεινά πρωινά
μαζί θα ματώσετε σε μέρες λεπίδες
μέχρι που άξαφνα θα σας χωρίσει
το φως της γαλήνης.  

Γλείψε τις πληγές σου σαν αδέσποτο σκυλί

να γευτείς το θάνατο,
στις αμυχές σου θα φυτρώσει ο σπόρος
θα ανθίσει το εφήμερο λουλούδι
και θα σκορπίσει νέους σπόρους
που θα τους δουν άλλα μάτια
θα τους μυρίσουν άλλες ψυχές
θα απαλύνουν άλλους φόβους.               
 

Πάθος είναι…

 

Πάθος είναι…

να νικάς το δεν μπορώ
να ξεπερνάς κατά ένα βήμα τα όρια σου
να ατενίζεις το γκρεμό χωρίς φόβο
τραγουδώντας να αντικρίζεις το τέλος.
Ένα λουλούδι στου μυαλού σου τα άγονα
η βελτίωση του χτεσινού εαυτού σου
μια ηχώ στης ερημιάς τα φαράγγια
μια φωτιά που δημιουργεί νέα βλάστηση
μια μοναχική ανεμώνα στο στείρο έδαφος.

Πάθος είναι…

να ανοίγεις τα φτερά σου
κι ας ξέρεις πως θα καούν
κι ας ξέρεις πως θα σε παρασύρει ο άνεμος
και θα σε τσακίσει στα αλύγιστα βουνά
προτού προλάβεις να δεις
τους νέους ορίζοντες.
Η ουτοπία που γεννά την ανάσα σου
η αέναη ανάγκη να αφήσεις το σημάδι σου
για τους επόμενους οδοιπόρους
που ακάματα θα προσπερνούν
τις εποχές του κόσμου.  

Πάθος είναι…

ο ερωτικός παροξυσμός στων ονείρων τα κύματα
ηδονικές εκλάμψεις σε αστεριών συνουσίες
επικοινωνίες παράφορες σε αλληλένδετα σύμπαντα.
Πάθος είναι…
να προχωράς έστω και μόνος
στα μυστικά της αβύσσου.         
 

Πετροχελίδονα

 

Τα πετροχελίδονα κλυδωνίζονται

στου ουρανού το απόγευμα,
τα μαυρόασπρα κορμιά τους ακροβατούν
στις εκλάμψεις της άνοιξης
χορεύουν με τις αντιθέσεις των χρωμάτων
αντιστέκονται στον άνεμο που τα παρασέρνει.
Απολαμβάνουν τις μέρες τους
που είναι γεμάτες ανασφάλεια
έρωτα και αγωνίες
στιγμιαίες χαρές
εφήμερα φτερουγίσματα σε ριψοκίνδυνες πτήσεις
και τα βράδια κουρνιάζουν αποκαμωμένα
στις μετέωρες φωλιές τους
κι ονειρεύονται ατέλειωτα καλοκαίρια
δίχως το φόβο του χειμώνα.
Πόσο μοιάζουν με τις ζωές μας
μετέωρες υπάρξεις
παραδομένες στο Χρόνο
τα πάντα σε μία στιγμή
το άπειρο μέσα στο τίποτα
άλυτη εξίσωση με ακατανόητη λύση
ανεκπλήρωτη επιθυμία στου θανάτου το άγνωστο
απαλό φτερούγισμα
στην αγκαλιά της αθανασίας.      
 

Απώλεια


  

Πονάει

σαν μαχαιριά στην παλιά πληγή,
κολλάει στο δέρμα
στη μνήμη
ανεξίτηλο στίγμα
να θυμίζει περασμένα χαμόγελα
αλλοτινές χαρές που ξεθώριασαν.
Ακολουθεί τα επόμενα βήματα
σκιά που δεν μπορείς ν’ αποφύγεις
τη σέρνεις ξοπίσω σου
φυσική ακολουθία
μιας συνηθισμένης ύπαρξης.
Δάκρυ και γέλιο εναρμονίζονται μέσα της
σ’ ένα παρελθόν που διδάσκει επώδυνα
του παρόντος τη σημαντικότητα
την ανέγερση μετά από την πτώση,
καθορίζοντας τις μελλοντικές επιλογές.
Ο ερχομός της αναπόφευκτο χτύπημα
το σημάδι για πάντα θα μείνει
να θυμίζει
πως οτιδήποτε έχεις
μπορεί να χαθεί σε μια στιγμή,  
να θυμίζει
το ανίκητο δόρυ του τέλους.       
 

Η ΑΝΑΣΑ ΣΟΥ

 

Η ανάσα σου με ζεσταίνει

όπως η πρωινή αχτίδα το παγωμένο βότσαλο,
όπως η αμυδρή φλογίτσα ενός κεριού
τα χέρια του σκληρού χειμώνα. 
Το χιόνι έλιωσε και έγινε νερό
στον ανθισμένο κήπο της καρδιάς, 
αναρριχώνται τα φιλιά
στα ξεραμένα κύτταρα που άνυδρα διψούσαν,
γεμίσαν οι στιγμές πράσινο φύλλωμα
πολύχρωμα λουλούδια ανατέλλουν
στου γέλιου σου τη φωτεινή ημέρα
κι οι νύχτες φεγγαρόλουστες κοιμούνται
στης αγκαλιάς σου το ευωδιαστό σεντόνι.  
Αέρας ανοιξιάτικος στον άπνοο λαιμό μου
της ηδονής μου έκσταση σε κόκκινο τραγούδι
στροβιλισμός απόκρημνος σε βαλς που δεν τελειώνει
η ανάσα σου.       
 

Στίχοι φαντάσματα 

 

Στίχοι θολά φαντάσματα στα άδυτα της λήθης

λέξεις σκιές ανείδωτες δεν έφτασαν στα χείλη
μέσα στης μνήμης χάθηκαν τα σκοτεινά σοκάκια
και τριγυρνούν ρακένδυτοι αλήτες που κρυώνουν.  
Χέρι χαρτί δεν έπιασε μολύβι να τους γράψει
μάτια ποτέ δεν είδανε τι ήθελαν να πούνε
κανέναν δε συγκίνησαν, κανείς δεν τους διαβάζει
αφού ποτέ δε γράφτηκαν, το φως ποτέ δεν είδαν.
Κι όλοι το ξέρουν αν γοργά οι στίχοι δε γραφτούνε
τότε γοργά θα ξεχαστούν, γοργά θα ξεψυχήσουν
φαντάσματα θα γίνουνε, τις νύχτες θα γυρνάνε
μέσα στα όνειρα θα ζουν, στον ύπνο θα ουρλιάζουν. 
Δε θα μπορείς να κοιμηθείς και ξύπνιος δε θ’ αντέχεις
εξόν αν επιστρέψουνε μέσ’ στου μυαλού τα βάθη
κι εκεί βουτήξεις να τους βρεις στον πάτο της ψυχής σου
κι όταν ξανά θ’ αναδυθείς στα δάχτυλα του ήλιου
θα ησυχάσει η καρδιά απ’ τ’ άγρια πελάγη
τα βλέφαρα θα ενωθούν, γλυκά θ’ αγκαλιαστούνε
στην αμμουδιά θα κοιμηθείς και στο γαλάζιο κύμα.      
 

Δεν έχω χρόνο να φοβηθώ*

 

Αλαλαγμοί μολύνουν το σκοτάδι

ιαχές πολέμου αμαυρώνουν το φως της μέρας
διχοτομημένες πληγές σταλάζουν φρέσκο αίμα
στο πράσινο της ελπίδας. 
Παλεύω με τα τέρατα της κόλασης
δεν έχω χρόνο να ρωτήσω γιατί
δεν έχω χρόνο να περιμένω απαντήσεις
δεν έχω χρόνο να κάνω πίσω
δεν έχω χρόνο να φοβηθώ.   

 


*Η φράση ειπώθηκε από νεαρή Ουκρανή

  που έμεινε να βοηθήσει στην εμπόλεμη ζώνη ( Μάρτης 2022 )     




άνοιξη

 

ρωγμές σιωπής ξεχειλίζουνε λέξεις
μείζονα τραγούδια ανθίζουν στη Φύση
καυτές εξάψεις τα κορμιά ανασταίνουν
άνοιξη
στις κορυφογραμμές του Νου πολύχρωμα φεγγάρια
ανάβλυσμα χαράς από ευωδιαστό πίδακα
διάχυτη αγάπη χωρίς ιδιοτέλεια
άνοιξη
φιλιά στα χείλη από χείλη αγαπημένα
ηδυπάθεια που ρέει σε υγρά χάδια
άνοιξη
ευχή που έγινες πραγματικότητα
όνειρο που έγινες πράξη
άνοιξη

 

 

 

Ζωγραφική ( μικτή τεχνική ): Έλενα Κανδηλάκη 


 

 


ΦΕΥΓΟΥΝ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ

 

Φεύγουν τα πουλιά

απ’ το μολυσμένο ορίζοντα
από τα άρρωστα ποτάμια
από τα ανάπηρα σύννεφα
που δε μεταμορφώνονται σε νερό
και εξατμίζονται σε μια ανούσια ύπαρξη. 
Λασπωμένα τα φτερά
στων αιώνων τη σκουριά ξεψυχάνε
τα παρασέρνουν βρώμικοι άνεμοι
στο απέλπιδο, έσχατο τίναγμα
στη ματαίωση της ανύψωσης.  

 

Φωτογραφία ( Ιθάκη ): Σοφία Κοντογεώργου    


 

ΚΟΡΜΙ ΙΙΙ

 

Τρελό κι ατίθασο στα έγκατα του Χάους

πέφτει, σηκώνεται και πάλι απ’ την αρχή
δειλά τα βήματα, σκυφτοί οι ώμοι
θεός και άνθρωπος εναρμονίζονται στα κύτταρά του.
Χαρές και λύπες σχηματίζουν τις ουλές του
δάκρυ και γέλιο τις ρυτίδες του σμιλεύουν,
με την αφή να ψηλαφίζει στα τυφλά
ζωή και θάνατο στα ακροδάχτυλά του. 
Γυμνό κι ανέστιο στην άβυσσο του σκότους
η όψη του σκοντάφτει στις βροχές
οι απώλειες καθρεφτίζονται στο βλέμμα
χαράζουν το δέρμα οι στιγμές
κυλούν οι μέρες ανεπίστρεπτα
προς την αναπόφευκτη δύση. 

Βάρκα είναι το κορμί

σε τούτο το μονάκριβο ταξίδι
το πρώτο και το τελευταίο
μιας ψυχής περαστικής
μιας ψυχής βασανισμένης
που για λίγο φεγγίζει
απ’ τα σκοτεινά παράθυρα του Χρόνου,
για λίγο ανασαίνει
μέσα στο πάντα
μέσα στο τίποτα.  

Βάρκα είναι το κορμί

την ψυχή να ταξιδεύει…      
 


Μία από τις συμμετοχές μου στην ανθολογία: 
"Αχ! Έρωτα... - Ανθολόγιο ερωτικής ποίησης, ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ 2020"(εκδόσεις Βεργίνα)  


                                     ΚΟΚΚΙΝΟ ΚΡΑΣΙ ΓΛΥΚΟ


Κόκκινο κρασί γλυκό
των αμπελιών του έρωτα
Κολλάει στα χείλη
το φιλί της μέθης
που γεύτηκα σε βράδια φιλήδονα
σε σεντόνια με αγάπη στρωμένα 
Μυρωδικά της ψυχής αποστάγματα
σιγοβράζουν στης προσμονής την αγκάλη
τη μοναξιά των κορμιών να ποτίσουν
Κέρασμα εκστασιασμένης μαινάδας
τις αισθήσεις στροβιλίζει
σε αφιονισμένο χορό της φωτιάς
στο στήθος της Αφροδίτης.      






Μία από τις συμμετοχές μου στην ανθολογία: 
"Αχ! Έρωτα... - Ανθολόγιο ερωτικής ποίησης, ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ 2021"(εκδόσεις Βεργίνα)  


Αφήνομαι

 

Αφήνομαι

σ’ ένα ηφαίστειο ηδονής
σε μια θύελλα που θεριεύει τη φλόγα
σε μια θάλασσα που με πάει μακρυά
στα πέρατα τα άγνωστα
του κόκκινου πάθους,
στων χρωμάτων το άγγισμα
στου φιλιού σου τη δίνη
στων χειλιών σου την ίριδα
στων ματιών σου το χάδι.
Απροσδόκητε έρωτα
μ’ ένα νεύμα ταράζεις
της καρδιάς το στερέωμα
σαν ριπή μέσ’ στη νύχτα.
Αφήνομαι
στην αιχμή του βέλους
μια κηλίδα που έσταξε
τη ζωή να ποτίσει.     

 




 



Μία από τις συμμετοχές μου στην ανθολογία:   
"ΝΕΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ 2020"    

ΙΘΑΚΗ 

Στον Κωνσταντίνο Καβάφη

 

Οδυσσέας περιπλανώμενος

χαμένος στα πελάγη των καιρών
ανάμεσα σε Συμπληγάδες τραγουδάω
ότι ενίκησα Κύκλωπες και Λαιστρυγόνες.
Το φιλί της Κίρκης εγεύτηκα
κάτω από έναστρες ηδονές.
Τη Ναυσικά επλάνευσα
όταν ο ήλιος άστραψε στο γυμνό μου σώμα.

Δίχως συντρόφους ξέμεινα
στης μοναξιάς την άσπλαχνη σιωπή
σιγά μιλώντας ο φόβος μην ακούσει
και των κυμάτων την ορμή ψηλά σηκώσει.
Το θυμωμένο Ποσειδώνα κι αν συνάντησα
έμαθα μέσα μου να μην τον κουβανώ
κι απ’ την οργή του ξέφυγα
ναυαγός και μόνος
τη μοίρα μου να συναντήσω.

Είδα λιμένες πρωτοϊδωμένους

λέξεις αλλιώτικες, παλάτια μακρινά
θάλασσες άγνωστες κι απάτητες στεριές,
της εμπειρίας προσφορές κι απεικονίσεις
που χαϊδεύουν τ’ άσπρα μου τα γένια.

Όσο κι αν είναι πλούσια τα δώρα των Φαιάκων
πόσο μικρά μού φαίνονται στης Γνώσης τη σπηλιά
που θησαυρούς αμύθητους κι ατέλειωτους εκρύβη.

Πόσο δίκιο είχες, δάσκαλε,
το μόνο που μου έδωκεν η Ιθάκη
είναι η νοσταλγική αφήγηση
της γλυκιάς ανάμνησης
από το ωραίον ταξίδι.     








Μία από τις συμμετοχές μου στην ανθολογία:   
"ΝΕΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ 2021"   


Λαμνοκόποι της σιωπής

 

Λαμνοκόποι της σιωπής

χαράζουν πορείες με τα απόνερα
της ερημιάς τους.
Παραλλαγές ευφάνταστες στο εύρος των χρωμάτων
λαμποκοπούν στου ορίζοντα το ατέλειωτο γαλάζιο
γίνονται φως κι ανάβουνε σ’ απόμακρα ακρογιάλια
για να ζεσταίνουν ναυαγούς που απόμειναν μονάχοι.     

 




Μία από τις συμμετοχές μου στην ανθολογία:
Ποίηση. Ένας δρόμος προς το όνειρο. Θεσσαλονίκη – Αθήνα 2020  

Ονειρικό

 

Ο ουρανός μαζεύει τις πληγές του κόσμου

το φεγγάρι αφουγκράζεται τα όνειρα των ανθρώπων
ο ήλιος ζεσταίνει τα δάκρυα και τα κάνει αστέρια
να λάμπουν στο μαντήλι του.
Το κόκκινο ποτάμι γαλήνεψε στις εκβολές του παραδείσου
η ανώφελη κόλαση πάγωσε στα φτερά των αγγέλων
εισβάλει το άρωμα του ρόδου στις φοβισμένες καρδιές
οι αβέβαιες νύχτες ξεκουράζονται στα δάχτυλα του Μορφέα.
Τα πουλιά καινούρια τραγούδια κεντάνε
σε ανείδωτους ορίζοντες,
ο ποιητής τα σκοτάδια του ψηλαφίζει
για να φωτίσει το Χρόνο.   



 

 

ΠΡΟΣΜΟΝΗ

 

Τον απόμακρο βράχο αγγίζει

το άσπρο φουστάνι της  
το δειλινό χαϊδεύει τον αλαβάστρινο λαιμό
τα καστανά της μαλλιά ανεμίζουν
σαν κοράλλια του βυθού
που ψαρεύουν πεφταστέρια.

Γοργόνα που εξόκειλε στο γκρίζο ακρογιάλι;

Το βλέμμα της στραμμένο στο πέλαγο
των κυμάτων μηνύματα διαβάζει
ιστορίες από μέρη αλλοτινά
και ένα δάκρυ λαμπυρίζει
στο απαλό της μάγουλο.

Κοπέλα που η προσμονή το στήθος της φουσκώνει;

Η πεθυμιά κάνει το αίμα πιο γρήγορα να τρέχει
αναβλύζει το ηφαίστειο του πόθου,
κάνει τις φλέβες να χτυπάνε δυνατά
σαν καμπάνες μακρινού ονείρου
και την καρδιά στα σκοτεινά να περιμένει
την ανατολή μιας καινούριας ζωής.     

  Βροχή ανέμελη Στην Αγγελική     Βροχή ανέμελη σκάβει το χώμα γλείφει τους τοίχους, τις ταράτσες, τα κεραμίδια την ταλαιπωρημένη ...