Δε βλέπεις
Δε βλέπεις
τα
λουλούδια που χρωματίζουν τη μέρα σου
κι αφήνεις
τα αγκάθια να τρυπούν την ψυχή σου
δε βλέπεις
το γαλάζιο
ορίζοντα που απλώνεται γύρω σου
και τυφλός
στο σκοτάδι βαδίζεις
δε βλέπεις
της ύπαρξής
σου το νόημα
της
αλήθειας τα αιμάτινα χείλη
της Φύσης
το ανεπαίσθητο άγγισμα
το κάλεσμα
της θνητής σου υπόστασης
τον
ατέλειωτο, σύντομο δρόμο
τις
κοιλάδες τις άγονες
τα βουνά
από μίσος εντός σου.
Δε βλέπεις
παρωπίδες
θαμπώνουν την όραση
ανεξίτηλα
δάκρυα καίνε
της αγάπης
τα ρόδινα μάγουλα
δε βλέπεις
τον
παράδεισο μέσα σου
και στην
πύρινη κόλαση αφήνεσαι
στου
χειμώνα τις πέτρινες νύχτες
να χαθείς
στο κενό
πριν
ανθίσεις.