Όταν ο Χαλεπάς συνάντησε την Κοιμωμένη 



Της καρδιάς λύτρωση ηδονική
το αντάμωμα της παλιάς αγάπης
της λατρεμένης κόρης
που χάθηκε απ’ τα υγρά τα μάτια
της λογικής μου.
Ταξίδεψα
στο θαμπό ορίζοντα του μυαλού μου
που μ’ έστειλε η τρέλα των ανθρώπων
περιπλανήθηκα
στους τρομακτικούς δρόμους της παράνοιας
ακούγοντας φωνές φαντάσματα
να οδηγούν τη σκέψη μου.
Γελοιοποιήθηκα
σχιζοφρενής αρλεκίνος του χωριού
με πληγωμένο σώμα από τις πέτρες
και τα πειράγματα των παιδιών
προδομένος και καταπιεσμένος
απ’ την ασφυκτική και λαθεμένη
αγκαλιά της μάνας μου,
έγινα ο γέλωτας αμόρφωτων συμπεριφορών
το παραπαίδι και το δουλικό των γνωστικών
ο διασκεδαστής αποδεκτών προτύπων.
Την ώρα που με χλεύαζε ο κόσμος
με την ταπείνωση μονάχη συντροφιά
στης λήθης τον αυλόγυρο διωγμένος
δε μ’ ένοιαζε, είχα ξεχάσει πια
το λάθος που με στοίχειωνε. 



          Όμως ξημέρωσε
του νόστου επιστροφή
το ξαπλωμένο σου κορμί που με καλούσε
και η σιωπή σου που τραγούδαγε αχνά
με ξέμπλεξαν απ’ το σφιχτό κουβάρι
με ανέσυραν απ’ του βυθού
τις σκοτεινές κραυγές
μου έδειξαν το φως το γνώριμο
το αγαπημένο. 
Κι εσύ στην ίδια θέση
καρτερικά περίμενες
το γυρισμό του Οδυσσέα
πιστή κι ακλόνητη
στης προσμονής το υφαντήρι.
Σε χάιδεψα όπως την πρώτη μας φορά
και αναστήθηκε η αφή μου
στου στήθους σου τη στρογγυλή καμπύλη
και η ανάσα μου φτερούγισε
σαν πεταλούδα τυλιγμένη στα μαλλιά σου.
Σε φίλησα και να…
έγινα πρίγκηπας και μέγας βασιλιάς
κι όλος ο κόσμος προσταγή μου καρτερούσε
το θέλημά μου μ’ ευχαρίστηση να κάνει.
Μα εγώ το είχα το πανάκριβο το δώρο
το πιο πολύτιμο στου πλούτου το σεντούκι:
ήσουν εκεί καρτερικά στην ίδια θέση
πιστή κι ακλόνητη στο λάξευμα του χρόνου. 


          Τι παράξενο τούτο το πέρασμα!
Η ζωή παράτολμο σκίρτημα
και η ύπαρξη αστροσημάδι,
τα παιδιά τους αφήνουν στο άπειρο
σαν μελλούμενο κι άσπιλο χρώμα,
στη λογική και την παράνοια ανάμεσα
την πορεία τους στο αύριο πλάθουν.      

  Βροχή ανέμελη Στην Αγγελική     Βροχή ανέμελη σκάβει το χώμα γλείφει τους τοίχους, τις ταράτσες, τα κεραμίδια την ταλαιπωρημένη ...