ΣΒΗΝΟΥΝ ΤΑ ΛΟΓΙΑ

γιατί εμείς δεν τραγουδάμε
για να ξεχωρίσουμε, αδερφέ μου, απ’ τον κόσμο
εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο
                ( Γιάννης Ρίτσος )





Σβήνουν τα λόγια απ’ των πράξεων τη γόμα
και λέξεις άδειες μουντζουρώνουν το χαρτί
τα βήματά μας απ’ το νόημα των στίχων
απέχουν όσο δύση και ανατολή. 


Η κυρά Μούσα ντροπιασμένη στο μολύβι
με το φουστάνι της σκισμένο και λερό
κι οι ποιητάδες τη γραφίδα μας βουτάμε
σ’ ένα μελάνι ματαιόδοξο, λειψό. 


Ποίηση δόλια οι υπηρέτες σου σ’ αφήσαν
μόνη και ξένη σ’ ένα σπίτι αδειανό
είπαν θα δώσουν όμως τίποτα δεν είχαν


κι αν χιόνι νιώθεις σ’ έναν κρύο ουρανό
λευκό λουλούδι στην αυλή σου θα φυτέψω
για να κοιτάζει μέσ’ στα μάτια τον καιρό.  


ΣΚΙΕΣ ΑΛΓΕΙΝΕΣ



Συσσωρευμένοι πόνοι μέσα στην καρδιά
ποτέ δε γιατρεύονται
απλώς με τον καιρό τους συνηθίζεις
τους κουβαλάς μέσα σου, σε ακολουθούν παντού
σκιές αλγεινές
που συντροφεύουν κάθε σου κίνηση.


Απ’ τα βάθη του χρόνου
αναδύονται δυνατές ανάμνησες
αυτές ξέρουν τι σου λείπει
δεν μπορείς να τις ξεγελάσεις
στέκεις μπροστά τους διάφανος,
αυτές ξέρουν πώς να σε τιμωρήσουν.


Μνήμη, βασίλισσα του Νου
με τις τρείς σου κόρες:
τη Λησμονιά με την Τρέλα για την ίαση
και την Ανάμνηση για τη γνώση
και την τιμωρία των σφαλμάτων. 


Το μπλουζ του Μισισιπή 




Ελεύθερα ζήσε απόψε
και νιώσε των μπλουζ τη φωτιά
τον άνεμο που στροβιλίζει
το δαίμονα μέσ’ στην καρδιά.  

                                       -R-
                           Κορνέτα κλαίει
                           του φεγγαριού
                           πλάι στην όχθη
                           του ποταμού.



Μπουκάλι, τσιγάρο, κιθάρα
η σκόνη χροιά στη φωνή
της μέρας οι λύπες, τα πάθη
θα γίνουνε μπλε ιαχή.     

                                        -R-
                           Κορνέτα κλαίει
                           του φεγγαριού
                           πλάι στην όχθη
                           του ποταμού.  



Τ’ αστέρια μιλάνε στα φύλλα
παλιά του νερού μυστικά
που κάνουν τον πόνο τραγούδι
στα όνειρα δίνουν φτερά.   


ΠΟΙΗΜΑ  ( ακροστιχίδα ) 
    



Ποιώ με της ψυχής μου το αίμα
   στίχους ανέστιους
   στου ουρανού το βλέμμα
Οίστρος σαν σκοτεινό φεγγάρι
   ενστικτωδώς παλεύει
   με φως του Λόγου μορφή να πάρει
Ιδέα που δειλά τρεκλίζει
  στα στενά του κόσμου
  την αλήθεια της ψελλίζει
Ήλιος του μυαλού την πορεία
   στην τροχιά της Σκέψης
   καθορίζει με αρμονία
Μάνα επίπονα γεννάει
    με αγάπη τις λέξεις
    το παιδί να μιλάει
Ανάγκη που ποτέ δεν τελειώνει
   στου θανάτου το ψέμα
   τη ζωή μεγαλώνει   

  Βροχή ανέμελη Στην Αγγελική     Βροχή ανέμελη σκάβει το χώμα γλείφει τους τοίχους, τις ταράτσες, τα κεραμίδια την ταλαιπωρημένη ...