ΣΚΟΝΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ





Σκόνη της πόλης μπαίνει στα μάτια μου
σκόνη της πόλης μέσ’ στην καρδιά μου
βουή ατελείωτη το μυαλό μου ζαλίζει
θορυβώδη οχήματα τη σιωπή μου πληγώνουν,
πόσες στιγμές χαθήκαν με ιλιγγιώδη ταχύτητα
πόσα όνειρα σταματήσαν στο κόκκινο
πόσες επιθυμίες τα στοπ προσπεράσαν.  
Στα σοκάκια η σκιά μου τρεκλίζει
η μεθυσμένη μου νιότη σε δρόμους αλλιώτικους περπατάει
και τους παλιούς αλλιώς τους βλέπει πια.
Θαλασσινή αύρα το λιμάνι δροσίζει
ο πόνος του νόστου τη μνήμη ξυπνά,
σαν αστραπή περνά ο καιρός σε άγνωστες λεωφόρους
δίχως σήματα και πινακίδες πορεύεται
ώσπου χάνεται σαν ομίχλη σε μουντό πρωϊνό
παγωμένες σταγόνες οι διδαχές του
στον αέρα που μου χαϊδεύει το πρόσωπο
να ανασάνω λίγο ακόμη
να ανασάνω…  



Νοέμβρης 2019 

από τη συλλογή ΣΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ΤΗΝ ΑΚΡΗ ( ποιήματα 1997-2017 )
https://stispoiisistinakri.blogspot.com/2019/12/blog-post_26.html


Θυμήσου





Θυμήσου
τα ματωμένα δάκρυα στις γωνιές του κόσμου
τα παγωμένα βλέμματα στις παρυφές της γης
τα φοβισμένα παιδιά δίπλα στους νεκρούς γονείς τους
τα φοβισμένα όνειρα στη σκοτεινιά του νου
θυμήσου
τ’ αυριανό ξημέρωμα που μια ριπή το σκότωσε
τους φιμωμένους ήλιους που δε μιλά το φως τους
τις προδομένες θάλασσες που ‘μείναν δίχως κύμα
θυμήσου
το φίλο που δε γύρισε, τον αδερφό που εχάθη
ευχές που δεν ειπώθηκαν, λυγμούς που ξεψυχήσαν
θυμήσου
και μην επιτρέψεις ξανά.   


Ποιος μπορεί …





Ποιος μπορεί ν’ αντέξει
τη δοξαριά του έρωτα
που την καρδιά μαγεύει
και τη σκέψη νικά;


Μήλο κόκκινο, γλυκό
σταλάζει στιγμές ηδονής
στα μισάνοιχτα χείλη …    


Υποκρισία





Υποκρισία ευχάριστη
με φιλί χαιρετάς και με χαμόγελο
με απαλό χτύπημα στην πλάτη
με λόγια που στάζουν μέλι
μέλι άγριο, γλυκό
να κρύβει τη χυδαιότητα.
Υποκρισία πολυπρόσωπη
μορφή γαλήνια, αγγελική
σαν αηδόνι χαρούμενο η φωνή
μα μουγκρητά και εμετός
τέρατος δόντια ματωμένα
όταν στο χώμα
πέσουν οι μάσκες.  


ΙΘΑΚΗ 

Στον Κωνσταντίνο Καβάφη





Οδυσσέας περιπλανώμενος
χαμένος στα πελάγη των καιρών
ανάμεσα σε Συμπληγάδες τραγουδάω
ότι ενίκησα Κύκλωπες και Λαιστρυγόνες.
Το φιλί της Κίρκης εγεύτηκα
κάτω από έναστρες ηδονές.
Τη Ναυσικά επλάνευσα
όταν ο ήλιος άστραψε στο γυμνό μου σώμα.

Δίχως συντρόφους ξέμεινα
στης μοναξιάς την άσπλαχνη σιωπή
σιγά μιλώντας ο φόβος μην ακούσει
και των κυμάτων την ορμή ψηλά σηκώσει.
Το θυμωμένο Ποσειδώνα κι αν συνάντησα
έμαθα μέσα μου να μην τον κουβανώ
κι απ’ την οργή του ξέφυγα
ναυαγός και μόνος
τη μοίρα μου να συναντήσω.

Είδα λιμένες πρωτοϊδωμένους
λέξεις αλλιώτικες, παλάτια μακρινά
θάλασσες άγνωστες κι απάτητες στεριές,
της εμπειρίας προσφορές κι απεικονίσεις
που χαϊδεύουν τ’ άσπρα μου τα γένια.

Όσο κι αν είναι πλούσια τα δώρα των Φαιάκων
πόσο μικρά μού φαίνονται στης Γνώσης τη σπηλιά
που θησαυρούς αμύθητους κι ατέλειωτους εκρύβη.

Πόσο δίκιο είχες, δάσκαλε,
το μόνο που μου έδωκεν η Ιθάκη
είναι η νοσταλγική αφήγηση
της γλυκιάς ανάμνησης
από το ωραίον ταξίδι. 



Το ποίημα συμπεριλαμβάνεται στην ανθολογία:
"ΝΕΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ 2020"  

  Ο χορός των φλαμίνγκο   Γλυκό πορτοκαλί ταλαντεύεται αρμονικές κινήσεις ακριβείας στον αναγεννησιακό χορό του έρωτα πάνω σε φρέσκα...