ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ 

 

Δημιουργία και καταστροφή

στην ίδια ψυχή
στο ίδιο σώμα.  
Γλυκές αχτίδες πολύχρωμου πρωινού
ζεσταίνουν τα φύλλα της Σκέψης
που ανθίζουν σαν πέταλα κόκκινου ρόδου
και η πολλά υποσχόμενη μέρα
απλώνει τις αμέτρητες δυνατότητες
βλαστάρια απάτητου δάσους
να ριζώσουν και να γίνουν δέντρα αγέρωχα
στους κήπους της ύπαρξής μας.
Κι όμως ταυτόχρονα
πυκνό σκοτάδι σκεπάζει τα μάτια μας
η κρίση μας τυφλή και ανάπηρη
σέρνεται στης μωρίας τα μονοπάτια.
Με κόπο χτίζουμε θαυμαστά επιτεύγματα
και τα γκρεμίζουμε σε μια στιγμή
και πάλι απ’ την αρχή
σε απαράλλαχτους κύκλους
που ποτέ δεν τελειώνουν.  
Στο σύμπαν του μυαλού μας
μαύρες τρύπες μάς καταπίνουν
το οξυγόνο χάνεται σε αδιάφορες ανάσες
τα αστέρια ξοδεύουν τη λάμψη τους
σε ανούσιες πτώσεις.   
Σε μια μοιραία συνύπαρξη
φως και έρεβος
το όλα και το τίποτα
το πάντα και το ποτέ
η κόλαση και ο παράδεισος
η δημιουργία και η καταστροφή.   
 

Όταν κοιμούνται οι θεοί

 

Όταν κοιμούνται οι θεοί

ο άνθρωπος σκοτώνει
κι η ματωμένη του βροχή
πνίγει την άδολη ψυχή
και τη μεταμορφώνει
γίνεται τέρας κι απειλή
πεθαίνει άδεια η ζωή
κι ανούσια τελειώνει
κι ανούσια τελειώνει.   

Όταν κοιμούνται οι θεοί

ο άνθρωπος θεριεύει
γίνεται λάβα και σεισμός
γίνεται μαύρος ουρανός
σαν ζώο αγριεύει
η προσευχή κι ο λυτρωμός
είν’ ένας άλυτος χρησμός
κανέναν δεν πιστεύει
κανέναν δεν πιστεύει.     
 

Πάντα είναι ώρα για ποίηση

 

Πάντα είναι ώρα για ποίηση

πάντα είναι ώρα για λίγη ομορφιά
για ένα λουλούδι που λικνίζεται
στου ανέμου τα χάδια
για ένα χρώμα που γεννιέται
στα σπλάχνα δυσεύρετου κοραλλιού.  
Πάντα είναι ώρα για ποίηση
για ένα συγκαταβατικό χαμόγελο
για μια υποστηρικτική αγκαλιά
για ένα συμπονετικό βλέμμα.  
Μέσα στα σκοτάδια της ανθρώπινης έπαρσης
στου διχασμού τις αποπνικτικές παρωπίδες
στης απληστίας τη μεθυστική ζάλη
στα πονηρά διδάγματα πληγωμένων αιώνων
ανάμεσα στους αγκαθωτούς θάμνους του μίσους,
πάντα είναι ώρα για ποίηση
πάντα είναι ώρα
για τα ζωογόνα όνειρα της ελπίδας.      
                          Ανώνυμο
 

Δεν προσπαθώ να σε αλλάξω

προσαρμόζομαι σε αυτά που μου δίνεις
και χέρι-χέρι προχωράμε
σε μονοπάτια δύσβατα
σε ανείδωτες θάλασσες.
Τα μυστικά που κρύβεις
δεν ξέρω αν θα τα βρω ποτέ
μα θα σκάβω, εργάτης ακούραστος
και τις πέτρες θα σπάω της Γνώσης
κι όταν το βράδυ με τα χέρια ματωμένα
θα ξαποσταίνω γερμένος στα μάτια σου
θα ακουμπάς τις αλήθειες σου
αμυδρή πληρωμή
για τους κόπους της μέρας.  

  Αναλαμπή   Μία μέρα ένα ποτάμι μου ‘πε ο πόνος σου θα γιάνει αν κυλήσεις μέσ’ στο Χρόνο όπως το νερό.   Ένα σύννεφο από πέρα ...