ΣΤΗΝ ΟΧΘΗ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ

 

Ήλιος θαμπός και ματωμένος

του ουρανού ζεσταίνει τις πληγές,
νεκρά αστέρια αχνοφεγγίζουν
σε μελλοντικές εκλάμψεις
προτού χαθεί το φως τους
στο έρεβος του Χρόνου.  
Ένα παιδί λιποψυχά, δειλιάζει
πλάι στην όχθη του φεγγαριού
πολεμά το φόβο τραγουδώντας
μονάχο του πορεύεται κι αναζητά
ένα δέντρο να ξαποστάσει
μια στάλα νερό τα χείλη να δροσίσει
μια στάλα γαλήνη ν’ αποκοιμηθεί.   
Πλάι στην όχθη του φεγγαριού
ένα παιδί στο χώμα ζωγραφίζει
τον ήλιο που ονειρεύτηκε
πως θα ‘ρθει τα μαλλιά να του χαϊδέψει,
τον ήλιο που ονειρεύτηκε
κι αν γέρασε ακόμα δεν τον είδε.       

  Είμαι   Είμαι λουλούδι του αγρού πίνω βροχή του ουρανού. Είμαι πουλί στα σκοτεινά φύλλο αφημένο στο βοριά.      Ένα κι ένα κ...