ΨΙΧΑΛΕΣ ΑΔΕΣΠΟΤΕΣ




Ψιχάλες αδέσποτες
του ουρανού αδύναμες υπάρξεις
την τύχη τους ορίζει
το συναπάντημα των ανέμων
της στιγμής το φύσημα.
Ταξιδεύουν αδέξια
μέσ’ στο Χρόνο τρεκλίζοντας
στα βουνά σκοντάφτουν
και στου ήλιου το χάδι.
Παγωμένα δάκρυα
απ’ των συννέφων τα βλέφαρα
ποτίζουν τις ξεραμένες ελπίδες
να γεννηθούν νέες πνοές
νέα χρώματα.
Ψιχάλες αδέσποτες
κατακλείδες κρυστάλλινες
αφήνουν αχνές δημιουργίες
στο τελευταίο τους τρέμουλο. 



ΝΕΟΣ ΗΛΙΟΣ



Θολοί ορίζοντες στα μάτια των παιδιών μας
λειψά διδάγματα δασκάλων θλιβερών,
αιώνων πέρασμα ανούσια ματώνει
σαν νόθος ήρωας πολέμων σκοτεινών. 


Ψυχρά συμφέροντα του μίσους τα βλαστάρια
θεριεύουν τρώγοντας τις σάρκες των λαών,
στημένα σύνορα περίφραξη της Σκέψης
σφαγεία γίνονται των άβουλων αμνών.


Η επανάσταση βολεύτηκε στα λόγια
δειλά λουφάζει του αγώνα η κραυγή
βουβές σημαίες ζητιανεύουνε ιδέες
τα μανιφέστα μάς προδώσαν την αυγή. 


Ο νέος ήλιος ας κινήσει το καθάριο
το φως που κρύβει στα φτερά της η ψυχή… 


Το ποίημα συμπεριλαμβάνεται στην ανθολογία:

Ποίηση. Ένας δρόμος προς το όνειρο. Θεσσαλονίκη – Αθήνα 2020 ( αυτοέκδοση ) 


ΚΡΥΦΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ



Κρυφές δυνάμεις της ψυχής
στο ξύπνημά σας αλλάζετε τη Γνώση,
έναν καινούριο ήλιο της αυγής
το Ασυνείδητο μπορεί να φανερώσει

σε άδυτους τόπους θα τις βρεις
με άγνωστους τρόπους θα τις κατακτήσεις,
ίσως με ένα λόγο προσευχής,
σε μονοπάτια φωτεινά αν περπατήσεις.

Κρυφές δυνάμεις της ψυχής
αλλόκοτοι γελωτοποιοί χοροπηδάτε·
μέσ’ στην αρένα της ζωής

το φυσικό, το λογικό νικάτε·
από πού έρχεστε, προς τα πού πάτε
κρυφές δυνάμεις της ψυχής.  






ΜΥΘΟΣ





Φέξε μου χρυσοφέγγαρο
κόμματα και τελείες
να βάλω στη σελίδα μου
ν’αρχίσω ιστορίες.

Της θάλασσας κρυφόλογα
του βράχου φλυαρίες
για βασιλιάδες που πηδούν.
ξανά στις φαντασίες.

Για πόλη που βυθίστηκε
κάτω από το κύμα
και οι ψυχές της χάθηκαν
στου άπειρου το μνήμα.

Για της ζωής το αίνιγμα
του χρόνου παραμύθι,
για του θανάτου τ’άγνωστο
τι είπανε οι μύθοι.




Απρίλης 1997

από τη συλλογή ΣΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ΤΗΝ ΑΚΡΗ ( ποιήματα 1997-2017 ) 

Φωτογραφία ( Φούρνοι Κορσεών ) : Κοντύλω Μύτικα 

ΝΕΚΡΑ ΓΑΡΥΦΑΛΛΑ



Κλείσαν οι πόρτες της χαμένης μας ζωής
και οι αγέρηδες σωπάσαν της φωνής μας
λάθη χρεώνει η σελίδα της στιγμής
νεκρά γαρύφαλλα στο ψύχος της αυλής μας. 


Σβήσαν τα άστρα τόσων άδοτων φιλιών
και των ανείδωτων ερώτων τα φεγγάρια,
βήματα στείρα στα σκοτάδια των καιρών
νεκρά γαρύφαλλα του κήπου τα βλαστάρια.


Όμως οι πράξεις που δεν έγιναν ποτέ
όσα στενάγματα απόμειναν στο χτες
κι αυτά τα θέλω που ξεψύχησαν κρυμμένα


όλες οι λέξεις οι ανείπωτες της Γης
μέσα στη λάμψη της απύθμενης ψυχής
λευκά γαρύφαλλα θα γίνουν ανθισμένα.   


ΝΥΧΤΑ




Νύχτα αρχόντισσα του Νου
εσώψυχων σκιών φτερουγίσματα
αγκαλιάζει το μαύρο σου πέπλο
κι απλώνει αστέρια τις σκέψεις
για να φέγγουν
στων ερωτημάτων τα σκοτάδια
στων απαντήσεων τους εφιάλτες.




Νύχτα λημέρι τ’ ουρανού
απόκοσμων χαδιών ερινίσματα
λαμπυρίζουν στο άγιο σου τέμπλο,
στα τάματα κρέμονται λέξεις
ικετεύουν
μη χαθούν στων φόβων τα πηγάδια
αυτού του κόσμου οι λιποτάκτες.   


απρίλης



ευωδιαστά χρώματα στα μαλλιά του απρίλη
λικνίζονται ρόδα στον άνεμο
χαμογελούν οι καρδιές των ανθρώπων
ιστιοφόρα χαράζουν τη θάλασσα
φιλιά του ήλιου στα κύματα γνέφουν
στης πεταλούδας το σκίρτημα ρίγη
μέσα στο χάος των άστρων γαλήνη
μέσ’ στο σκοτάδι ελπίδας γαλάζιο   






ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ



Πρόσφυγες της ζωής
απάτριδα σκυλιά αβοήθητα
πεινασμένα για ένα χάδι
ένα νεύμα αγάπης
μια στάλα ξεκούραση.
Στα παγωμένα λασπόνερα του χειμώνα
ξεπλένουμε τις πληγές μας
πίνουμε τα δάκρυα της βροχής
μας τρέφουν αποφάγια ελεημοσύνης,
ξαποσταίνουμε φοβισμένα
στην υγρή αγκαλιά της νύχτας 
ελπίζοντας να ανταμώσουμε
το αυριανό ξημέρωμα. 


Σφιχτά περιλαίμια περιορίζουν τη Σκέψη
αόρατα σύνορα φιμώνουν τις λέξεις
ανελέητες θρησκείες μπολιάζουνε μίση
των αιώνων το αίμα ποτίζει πατρίδες. 


Πρόσφυγες της ζωής
τα εφήμερα βήματα σέρνουμε
μη θωρώντας το λίγο του Νου μας
το αδύναμο σώμα της ύπαρξης
που γερνάει κι ανούσια φεύγει.   


Γενάρης 2019
από τη συλλογή ΣΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ΤΗΝ ΑΚΡΗ ( ποιήματα 1997-2017 ) 

Πίνακας : 
Οι πρόσφυγες 
Λάδι σε καμβά 
Τάκης Δημόπουλος   

ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ ΑΝΤΑΜΩΜΑ



Νυχτερινό αντάμωμα
στο άγρυπνο βλέμμα του Γαλαξία,
θολές εξάψεις δημιουργίας
σπινθηρίζουν φωνές απ’ τα έγκατα
της απύθμενης, άγνωστης ψυχής.
Στα σκοτάδια της Σκέψης
λέξεις τρεμοπαίζουν δειλά
σαν το φως που βυθίζεται
σε καυτή λίμνη κεριού
κι άλλοτε σαν γεράκια περήφανα
τα συννεφιασμένα ύψη διασχίζουν
και με άφοβες πτήσεις γαντζώνονται
στις πλαγιές του κόσμου.
Νυχτερινό αντάμωμα
ασυνείδητο ταξίδι παράξενο,
πού τελειώνει η αλήθεια
πού αρχίζει το ψέμα
θα φανεί
στο επόμενο ξημέρωμα.      


ΣΒΗΝΟΥΝ ΤΑ ΛΟΓΙΑ

γιατί εμείς δεν τραγουδάμε
για να ξεχωρίσουμε, αδερφέ μου, απ’ τον κόσμο
εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο
                ( Γιάννης Ρίτσος )





Σβήνουν τα λόγια απ’ των πράξεων τη γόμα
και λέξεις άδειες μουντζουρώνουν το χαρτί
τα βήματά μας απ’ το νόημα των στίχων
απέχουν όσο δύση και ανατολή. 


Η κυρά Μούσα ντροπιασμένη στο μολύβι
με το φουστάνι της σκισμένο και λερό
κι οι ποιητάδες τη γραφίδα μας βουτάμε
σ’ ένα μελάνι ματαιόδοξο, λειψό. 


Ποίηση δόλια οι υπηρέτες σου σ’ αφήσαν
μόνη και ξένη σ’ ένα σπίτι αδειανό
είπαν θα δώσουν όμως τίποτα δεν είχαν


κι αν χιόνι νιώθεις σ’ έναν κρύο ουρανό
λευκό λουλούδι στην αυλή σου θα φυτέψω
για να κοιτάζει μέσ’ στα μάτια τον καιρό.  

  ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ   Ένα ποίημα είναι ποίημα όταν είναι γραμμένο με ρανίδες ψυχής με το αίμα του ασυνείδητου βαμμένο και το μαχαίρι ...