ΟΙ ΜΕΡΕΣ ΤΗΣ ΝΙΟΤΗΣ ΜΑΣ

 

Αποκαΐδια στην ποδιά του Χρόνου

οι μέρες της νιότης μας
σκόρπισαν στο πρώτο τίναγμα.
Διαβατάρικα πουλιά που έχασαν την άνοιξη
απ’ του χειμώνα τις κορφές αγναντεύουν
ηλιόλουστα σκιρτήματα αλλοτινών ερώτων.
Παραδομένες στις ρυτίδες του καιρού
άλλες στεριές και θάλασσες γνωρίζουν
σε άλλα μέρη ταξιδεύουν πια
κι η πρώτη τους πατρίδα γη χαμένη
σε χάρτες βυθισμένους στα κοράλλια
περασμένων ναυαγίων.
Αποκαΐδια στη φωτιά του Χρόνου
οι μέρες της νιότης μας
μιας εποχής τη φλόγα να θυμίζουν.    

 

Οι νεκροί δε φοβούνται την αλήθεια

 

Οι νεκροί δε φοβούνται την αλήθεια

δεν έχουν δάκρυ για να την πλύνουν
δεν έχουν πόνο να τη σκεπάσουν
δεν έχουν μνήμη να την αλλάξουν. 
Γυμνοί κι ανέστιοι περιδιαβαίνουν
στα αξημέρωτα του Χρόνου
πετούν ελεύθερα εξαγνισμένοι
στον ορίζοντα του πάντα.
Τα χτεσινά φεγγάρια λησμονημένα
οι φόβοι νικημένοι καίγονται στο στερέωμα
το αίμα στέγνωσε στο άυλο παρόν
εξατμίστηκε η προσμονή στο μονότονο άπειρο
κι ο χτύπος της καρδιάς ανώφελος ήχος
στα βάθη του παρελθόντος.
Χάος αδίστακτο το φως λυτρώνει
τα αναπάντητα μορφή δεν έχουν,
ζωή και θάνατος συνυπάρχουν σε μια προσευχή
ανάμεσα στα μάτια αντικρουόμενων Ήλιων.     
 

Εαρινή ουτοπία

 

Ξημέρωσε καινούριος ήλιος

σε αλλιώτικο ουρανό, 
ολόχρυσες αχτίδες
χαϊδεύουν την κόμη των βουνών
ντύνουν με πολύχρωμα φιλιά τα νερά που κυλούν
πάνω στης Γης το ηδονικό κορμί.  
Ξεδιψούν τα αποκαμωμένα όνειρα
ξεπλένουν οι πληγές το αθώο τους αίμα
δροσίζονται οι ψυχές στις πηγές της νέας ζωής.  
Περαστικά σύννεφα χαμογελούν στο γαλάζιο ορίζοντα
χαρούμενα πουλιά παιχνιδίζουν στον άνεμο
ανταγωνίζονται τα πέταλα των λουλουδιών
ποιο θα κερδίσει της ομορφιάς το στέμμα.  
Κρίνοι ολόλευκοι τα μάτια των ανθρώπων
και οι καρδιές τους μητέρας αγκαλιά,  
οι θεοί θυσίασαν τους φόβους
τελευταία θυσία
στο βωμό της αγάπης
τραγουδώντας πανανθρώπινες μουσικές
που υψώνονται
σε νεογέννητους αστερισμούς.        

 

Διαλογισμός


Φόβο γεννά ο νους μου και φωτιά
καινούρια μονοπάτια να φωτίσει.
Σκέψη μεγάλα κρύβεις μυστικά
στοιχειώνεις, ανατρέπεις κάθε ρήση. 

Γνώση ποτέ δε θα ‘σαι αρκετή
κομμάτι το κομμάτι θα μαζεύω.
Φύση εσύ θεριό κι εγώ αρνί,
ανάσα είμαι έζησα και φεύγω.    
 

Διαλογισμός ΙΙ

 

Θα ξεμπλέξω το κουβάρι απ’ τα όνειρά μου

θα σου πω γι’ αυτά ποτέ που δε μιλούσα
σε μια άλλη μου ζωή τι αγαπούσα
και τι κάποτε ζητούσε η καρδιά μου.  

Πες κι εσύ γι’ αυτά που άλλοτε ποθούσες

και στη λήθη του μυαλού σου ξεχαστήκαν
ουρανός και ήλιος άλλοτε ας ήταν
τώρα πια δεν το θυμάσαι τι ζητούσες. 

Μα ο Χρόνος δε ρωτά, μας προσπερνάει

και στο χτες ό,τι πιστέψαμε αλλάζει
το αλλιώτικο το φως μη σε τρομάζει
σε καινούριους γαλαξίες θα μας πάει.      
 

ΣΑΝ ΑΣΤΡΑΠΗ ΠΟΥ ΣΒΗΝΕΙ 

 

Με τα σπασμένα μου φτερά

με παγωμένα χέρια
με μια ζωή σαν ανοιγοκλείσιμο βλεφάρου
και μια ψυχή σαν πουλί στην ερημιά. 
Με τα δυο μάτια μου δειλά
φοβισμένα αστέρια
και την αλήθεια μου κρυμμένη στου Χάους τα φαράγγια,
μ’ ένα γέλιο κι ένα δάκρυ στην καρδιά.

Περνώ το γκρίζο τ’ ουρανού

σαν αστραπή που σβήνει
και τα σημάδια του ο καιρός
στο σώμα μου αφήνει.           

 

 

 

Σώμα γεμάτο ουλές

 

Σώμα γεμάτο ουλές

πορεύεται κουτσαίνοντας
στους αγκαθωτούς δρόμους
στα βουνά της λύπης. 
Στους ώμους το βάρος των πληγών
χαρακιές θλίψης αυλακώνουν το πρόσωπο
επώδυνες εμπειρίες σκιάζουν το βλέμμα. 
Τα κουρασμένα χέρια σκάβουν
τις ασήκωτες μέρες
τις αξημέρωτες νύχτες,
λυγίζουν τα γόνατα στου καιρού τα σκαλοπάτια
ανεβαίνουν κατάκοπα τις επίπονες στιγμές
τσακίζονται στις άγριες χαράδρες του Χρόνου
και το αίμα κυλά στα ασταμάτητα ποτάμια της ζωής
το ξεπλένουν οι βροχές και το ξεβράζουν
στους ωκεανούς της μνήμης. 
Κάποτε κάποτε ρυάκια χαράς δροσίζουν τα μάγουλα
σταγόνες ευτυχίας ξεδιψάνε τα χείλη
η ομορφιά λούζει τα μαλλιά της
χτενίζεται και φορά το άρωμα των λουλουδιών
ώσπου να κοιμηθεί πάλι
στων ονείρων τα πράσινα φτερά.  
Σώμα γεμάτο ουλές
πεθαίνεις πριν να γεννηθείς
φεύγεις προτού να έρθεις
σαν μια ανάσα στη ρωγμή του πάντα
σαν μία ματιά στην απεραντοσύνη του τίποτα.    
 

ΑΝ

      αν απλώσουμε το χέρι

      θα ακουμπήσουμε την ευτυχία 

 

 

Κάθε στιγμή συμβαίνουν θαύματα γύρω μας

μπορούμε να τα δούμε αν είναι ανοιχτά
τα μάτια της ψυχής μας.
Αν είναι αναμμένη του μυαλού μας η φωτιά
θα βρούμε άλλους δρόμους, άλλα μονοπάτια
που θα μας οδηγήσουν σε νέα τοπία. 
Αν πλύνουμε τα χέρια με τα δάκρυα της καρδιάς μας
θα μπορέσουμε να νιώσουμε
την αγωνία των λουλουδιών
το φόβο των πουλιών
την απεραντοσύνη του ουρανού που μας σκεπάζει
τη δύναμη του ανέμου που μας αγγίζει τα μαλλιά. 
Αν πετάξουμε τις παρωπίδες της Σκέψης
θα φτιάξουμε καινούριους κόσμους
χωρίς θεούς και δαίμονες
χωρίς μαχαίρια και αλυσίδες. 
Φάροι αναβοσβήνουνε στα κύματα του Χρόνου
αν τα σημάδια των καιρών διαβάσουμε
θα αφήσουμε ξωπίσω μας κοράλλια
που θα ξεβραστούν σε μελλοντικές ακρογιαλιές
και τα μαργαριτάρια τους θα λάμπουν στο σκοτάδι.    
 

Ας πούμε, λοιπόν, στα παιδιά…

 

Ας πούμε, λοιπόν, στα παιδιά ( σε όσα ζουν ακόμη ) τι έγινε στα Τέμπη.

Ο πρωθυπουργός βέβαια ήταν σαφέστατος και έβγαλε αμέσως το πόρισμα: φταίει ένα λάθος ενός μόνο ανθρώπου. Άντε να βουτήξουμε και δυο-τρία υπαλληλάκια ακόμα και να τους χώσουμε φυλακή. Μέχρι εκεί θα φτάσουμε, παιδιά μου, και τίποτα παραπέρα και να είστε σίγουροι γι’ αυτό, διότι αυτό γίνεται εδώ και σαράντα χρόνια σ’ αυτόν το ρημαδότοπο.
Η άλλη η… ( άντε να μην την πω τώρα… ) αποφάσισε λέει ( καταπατώντας διεθνή ανθρωπιστικό νόμο ) να μην αφήσει τους συγγενείς να δουν τα διαμελισμένα και καμένα σώματα των νεκρών γιατί θέλει λέει να τους θυμούνται όμορφους και υγιείς όπως ήταν. Θράσος απύθμενο… Σου λέω λοιπόν ξεδιάντροπη κυρά μου ότι οι συγγενείς δε θέλουν να τους θυμούνται υγιείς και όμορφους αλλά, υγιείς και όμορφους θέλουν να τους έχουν κοντά τους. Και δεν τους έχουν εξαιτίας της εγκληματικής ανευθυνότητας και της απληστίας της κυβέρνησής σας και των κυβερνήσεων των τελευταίων σαράντα ετών.
Φυσικά, παιδιά μου, δε φταίνε μόνο αυτοί οι αδίστακτοι εγκληματίες πολιτικάντηδες που μας κυβερνούν τόσα χρόνια αλλά συνυπεύθυνοι είμαστε κι εμείς που τους ψηφίζουμε. Θα μου πείτε τώρα, γιατί το κάνουμε… θα σας απαντήσω λοιπόν… επειδή το ρουσφέτι είναι το μεγαλύτερο καρκίνωμα στα γονίδια του ελληναρά: μου έκανες το ρουσφέτι; Σε ψηφίζω. Και δεν πα να καταστρέψεις κι όλο τον κόσμο…
Κι έτσι, παιδιά μου, τους αφήνουμε να κάνουν το μοναδικό πράγμα που ξέρουν, να αρπάζουν και να τσεπώνουν. Κι αυτοί και οι παρέες τους, κάτι μεγαλοεργολάβοι και μεγαλοκαρχαρίες που δεν έχουν αφήσει τίποτα όρθιο σ’ αυτόν τον μπουρδελότοπο.
Μην περιμένετε λοιπόν, παιδιά μου, ότι θα πάει φυλακή κάποιος απ’ τους υπεύθυνους, αυτό δεν έγινε και δε θα γίνει ποτέ σ’ αυτό το αχούρι που ζούμε.
Οι υπεύθυνοι, κάτι πρώην πρωθυπουργοί, υπουργοί, βουλευτές, περιφερειάρχες κλπ των τελευταίων σαράντα χρόνων όχι μόνο είναι ελεύθεροι αλλά τους δίνουμε και σύνταξη… Τα ξέρετε αυτά παιδιά μου;
Δε θέλω να σας δώσω καμμιά συμβουλή, δε θα μπορούσα άλλωστε… Θα ήθελα όμως να σας πω την ταπεινή μου γνώμη: η δικιά μας γενιά είναι βουτηγμένη στη βρώμα και τη δυσωδία και είναι ποτισμένη μέχρι τα κόκκαλα. Εμείς δεν πρόκειται να αλλάξουμε τίποτα. Εσείς όμως ίσως προλαβαίνετε, που πολύ αμφιβάλλω αφού με την Παιδεία ( την ποια;;; ) που σας παρέχουμε μάλλον κι εσείς θα γίνεται τα ίδια σκατά με μας… Όσο όμως υπάρχουν παιδιά και νέοι άνθρωποι υπάρχει και ελπίδα…
Ίσως εσείς αλλάξετε κάποια πράγματα.
Σε εσάς ελπίζουμε.

 

ΥΓ. Τα παιδιά, στις αυλές των σχολείων τους, σχημάτισαν με τις σάκες τους τη φράση «Μόλις φτάσεις πάρε με»

Εύγε σας! Μας δείξατε ότι ίσως έχουν απομείνει κάποια ψήγματα ανθρωπιάς και ευαισθησίας!

( 3 Μαρτίου 2023 )   

Ντίνος Ι. Γλαρός  

 

ΕΠΑΝΕΡΧΟΜΕΝΟΙ ΦΟΒΟΙ

 

Επανερχόμενοι φόβοι

για λίγο μ’ αφήνουν να γευτώ
της χαράς μου το πέρασμα
της ανάσας το γέλιο.
Επανερχόμενοι φόβοι
για λίγο μ’ αφήνουν να σταθώ
φευγαλέο συμπέρασμα
στου μυαλού το θεμέλιο.  

Επανερχόμενοι φόβοι

ξυπνάνε της λήθης μυστικά
της ψυχής μου φαντάσματα
που τον ύπνο χαλάνε.
Επανερχόμενοι φόβοι
λυγίζουν ατίθασα φτερά
και μοιραία ξεσπάσματα
που στον Ήλιο πετάνε.     

  Στου δρόμου τα δύσβατα     Στου δρόμου τα δύσβατα δυσκολεύονται οι οδοιπόροι παραπατάνε τα βήματα πονάνε τα γόνατα κουράζεται ...